τολοιπόν

τολοιπόν
τολοιπόν
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τολοιπόν — ΝΑ νεοελλ. (ως συμπερ. σύνδ.) λοιπόν («δεν βρήκαμε θέση, ξεκινήσαμε τολοιπόν για αλλού») αρχ. (επιρρμ. φρ. αντί τὸ λοιπόν) από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”